νεάτας — νεάτᾱς , νέατος uttermost fem acc pl νεάτᾱς , νέατος uttermost fem gen sg (doric aeolic) νεάτᾱς , νεάτη the lowest of the three strings fem acc pl νεάτᾱς , νεάτη the lowest of the three strings fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεάται — νεάτᾱͅ , νέατος uttermost fem dat sg (doric aeolic) νεάτη the lowest of the three strings fem nom/voc pl νεάτᾱͅ , νεάτη the lowest of the three strings fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεάταν — νεάτᾱν , νέατος uttermost fem acc sg (doric aeolic) νεάτᾱν , νεάτη the lowest of the three strings fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιάτα — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στα Β των Μολάων. * * * και νιότα και νεότα, τα (Μ νιάτα και νεάτα και νιότα) νεανική ηλικία, νεότητα, νιότη νεοελλ. 1. η νεολαία («δεν… … Dictionary of Greek
νεάτη — νεάτη, δωρ. τ. νεάτα, συνηρ. τ. νήτη, ἡ (Α) (ενν. χορδή) 1. η κατώτατη, η έσχατη από τις τρεις χορδές οι οποίες αποτελούσαν την αρχαιότατη μουσική κλίμακα 2. η ανώτατη χορδή ως προς τον τόνο τής φωνής ή τού ήχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ.… … Dictionary of Greek